Αναζήτηση

simosgeorgopoulosblog

Πάθος για το κρασί, τον καφέ, τη γεύση και τα αποστάγματα

Ανοιχτές πόρτες 2024: Οινότρια Γη και Κάθε ποικιλία στο ποτήρι της!

Στα πλαίσια των εκδηλώσεων Ανοιχτές Πόρτες 2024, το πανέμορφο κτήμα στο Καπανδρίτι θα διοργανώσει δύο Master class με αντικείμενο τα πιο κατάλληλα  ποτήρια για τις σπουδαιότερες ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες.

Κατά την διάρκεια του σεμιναρίου θα αναλύσω όλα τα μυστικά των ποτηριών, τα μεγέθη και τα σχήματα που αναδεικνύουν το κάθε σταφύλι αλλά και πώς να φτιάξει κανείς την δική του μικρή ή μεγαλύτερη συλλογή με τις πλέον σωστές επιλογές.

Θα ακολουθήσει για μικρή γευστική δοκιμή όπου χαρακτηριστικές ετικέτες του Κτήματος Κώστα Λαζαρίδη και της Οινότριας Γης θα αναζητήσουν το ποτήρι που θα τις αναδείξει, ενώ όλοι οι συμμετέχοντες θα λάβουν ως δώρο το βιβλίο μου  “Κάθε ποικιλία στο ποτήρι της”.

Το Masterclass θα λάβει χώρα το ερχόμενο Σάββατο 18 Μαΐου 2024 στις 12.00μμ και λόγω του περιορισμού των συμμετοχών θα επαναληφθεί στις 14.30 της ίδιας μέρας.

Ακόμα πάντως και αν δεν έχετε διάθεση για τις φλυαρίες μου και τα βιβλία πιάνουν  χώρο, το υπέροχο μουσείο οίνου και τα εξαιρετικά κρασιά είναι από μόνα τους λόγος επίσκεψης!

Όσοι επιθυμούν να δηλώσουν συμμετοχή θα πρέπει να επικοινωνήσουν με το Κτήμα Οινότρια Γη στα τηλέφωνα 22950 52213 και 22950 52214 ή στο mail kapandriti@domaine-lazaridi.gr. Θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας.

Dark Cave Black, the black tie of Greek Tsipouro!

For English text scroll down…

Βαθμολογία: * * * *

Ο χώρος των super premium εγχώριων αποσταγμάτων παρουσιάζει τον τελευταίο καιρό μια έντονη κινητικότητα, με την πλέον πρόσφατη προσθήκη να είναι και η πλέον ηχηρή μιας και προέρχεται από ένα εκ των σπουδαιότερων αποστακτηρίων της χώρας.

Το όνομα Τσιλιλή είναι πασίγνωστο σε κάθε φίλο του ποιοτικού τσίπουρου, με τον παραγωγό από την Ράξας Τρικάλων να ευθύνεται για κάποιες από τις καλύτερες και εμπορικότερες ετικέτες του ξεχωριστού αυτού προϊόντος.

Με το Dark Cave η αποσταγματοποιία Τσιλιλή είχε βρεθεί στις κορυφαίες θέσεις των παλαιωμένων τσίπουρων, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Έτσι ο εκλεκτότερος καρπός από τα παλαιότερα αμπέλια του Μαύρου Μοσχάτου (από το οποίο παίρνει και το όνομά του το Black) επιλέχθηκαν για μια προσεκτική απόσταξη σε άμβυκες ατμού, με την καρδιά του αποστάγματος να γεμίζει βαρέλια στα οποία είχε ωριμάσει προηγουμένως Vinsanto.

Σχεδόν το 1/3 της ζωής της Τσιλιλή αντιπροσωπεύει το “περίμενε” –η εταιρεία ιδρύθηκε το 1989- οπότε η απόφαση για την εμφιάλωση του Tsililis Dark Cave Black δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια σημαντική στιγμή για τον Θεσσαλό παραγωγό. Βέβαια μέχρι οι συνεχείς γευστικές δοκιμές να καταλήξουν στα 12 χρόνια παλαίωσης, οι άγγελοι είχαν προλάβει να πάρουν το μερίδιό τους, αφήνοντας ποσότητα αρκετή για να γεμίσει μόλις 700φιάλες!

Θα μπορούσαν βέβαια να έχουν γεμισθεί δεκάδες χιλιάδες αν η Τσιλιλής είχε επιλέξει το packaging που χρησιμοποιούνται για τα δείγματα των αρωμάτων. Μια απόφαση που δεν θα είχε και μεγάλη επίπτωση σε αυτό που κανείς μυρίζει, αφού το λαμπερά κεχριμπαρένιο απόσταγμα διαθέτει τέτοια ένταση και συμπύκνωση που θα αρκούσε ακόμα και η ποσότητα ενός τέτοιου φιαλιδίου σε ένα ποτήρι προκειμένου να μας χαρίσει το μπουκέτο του! Και τι μπουκέτο είναι αυτό! Σύκο, χουρμάς, μέλι, αποξηραμένο τριαντάφυλλο, φρέσκο κεράσι, φλούδα πορτοκαλιού και εσπεριδοειδή καλυμμένα με πικρή σοκολάτα διαδέχονται το ένα το άλλο, αφήνοντας το αποτύπωμά τους για μέρες στο άδειο ποτήρι.

Ίσως κάποιοι φανταστούν ότι το γλυκό Σαντορινιό κρασί που αναφέρθηκε θα αφήσει μια γλυκιά νότα στο απόσταγμα, όμως στην πραγματικότητα το Dark Cave Black είναι κατάξηρο. Προσθέσετε εδώ και τις αντιληπτές τανίνες στο τελείωμα κι θα βρεθείτε μάλλον μπροστά σε ένα αυστηρό στόμα, που έχει ενσωματώσει υπέροχα τα βαρέλι και διαθέτει μια αρκετά επίμονη επίγευση.

Τα περίπου 180€ που κοστίζει μπορεί να φανούν εξωφρενικά σε πολλούς και δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα υποστηρίξω ή θα κατηγορήσω αυτήν την απόφαση. Θα υπενθυμίσω όμως ότι στο ζεστό, ξηρό κλίμα της Ελλάδας μια 12χρονη παλαίωση είναι ανάλογη μιας τουλάχιστον 40χρονης σε ένα περιβάλλον τύπου Cognac ή Σκοτίας και ένα ανάλογο απόσταγμα από αυτά τα σπουδαία μέρη πλέον θα κόστιζε πολύ περισσότερο.

 Επιπλέον –όσο και αν ακούγεται νεόπλουτο- η έλλειψη φήμης ενός Ελληνικού παλαιωμένου Τσίπουρου θα οδηγούσε πολλούς ανθρώπους στο να μην το δοκιμάσουν καν αν κόστιζε 40€. Και προτιμώ οτιδήποτε Ελληνικό να δοκιμάζεται έστω και αν απορριφθεί παρά να μην δοκιμάζεται καθόλου!

Προσωπικά πάντως κάθε άλλο παρά θα απέρριπτα το Dark Cave Black Aged 12 Years, αφού πρόκειται για το καλύτερο –και μάλιστα με διαφορά- παλαιωμένο απόσταγμα που διαθέτει η χώρα μας!


Score: * * * *

The sector of super premium Greek spirits has seen a lot of movement lately, with the most recent addition being the most resounding since it comes from one of the country’s greatest distilleries.

The name Tsililis is well known to every friend of quality tsipouro, with the producer from Raxa Trikala being responsible for some of the best and most commercial labels of this unique product.

With Dark Cave, the Tsililis distillery had reached the top positions of barrel -aged Tsipouro, but that was not enough. So the finest fruit from the oldest vines of Black Muscat (from which Black takes its name) were selected for a careful distillation in steam-heated pot stills, with the heart of the distillate filling barrels in which Vinsanto had previously matured.

Almost 1/3 of the life of Tsililis represents the «wait» – the company was founded in 1989 – so the decision to bottle Tsililis Dark Cave Black could not but be an important moment for the producer of Thessaly. Of course, by the time the continuous tastings decided about the aging period of 12 years, the angels had taken their generous share, leaving enough quantity to fill just 700 bottles!

Of course, tens of thousands could have been filled if Tsililis had chosen the packaging used for the perfume samples. A decision that would not have much impact on what one smells, since the bright amber spirit has such intensity and concentration that even the amount of such a vial in a glass would be enough to seduce with its bouquet! And what a bouquet it is! Fig, date, honey, dried rose, fresh cherry, orange peel and citrus covered in bitter chocolate succeed one another, leaving their mark for days even on an empty glass.

Some may assume  that the before mentioned sweet Santorinian wine will leave a sweet hint in the spirit, but in fact Dark Cave Black is bone dry. Add here the noticeable tannins in the finish and you will probably find yourself in front of an austere palate, which has beautifully integrated the oak and has a rather persistent aftertaste.

The price of €180 may seem outrageous to many and I won’t be the one to support or blame this decision. But I will remind you that in the hot, dry climate of Greece 12 years of aging is equivalent to at least 40 in a Cognac or Scottish environment and a similar spirit from these great places would now cost much more.

  In addition – nouveau riche as it sounds – the lack of reputation of Greek aged Tsipouro would lead many people to not even try it if it cost €40. And I prefer anything Greek to be tried and rejected than not to be tried at all!

Personally, however, anything but I would reject Dark Cave Black Aged 12 Years, since it is the best – by a large margin – aged spirit that our country has!

Ο δύσκολος δρόμος…/ The hard way…

For English text scroll down…

Το βινύλιο αυτό είναι ίσως περισσότερο ταλαιπωρημένο και από το Bosendorfer που χρησιμοποιούσε η όπερα της Κολωνίας για τις πρόβες και το οποίο από λάθος(!) στήθηκε για την συναυλία του Keith Jarrett στις 24 Ιανουαρίου του 1975. Έτσι το πολύτιμο αυτό δώρο του φίλου Αλέξη Δαμίγου αντιδρά με γκρίνια ακόμα και στο ευγενικότερο άγγιγμα της διαμαντένιας βελόνας του εξαιρετικού πικάπ μου.  Όμως η μουσική που προκύπτει μέσα από αυτόν τον “αγώνα” –αγώνα που περιλαμβάνει και την ολονύκτια προσπάθεια των τεχνικών να καταφέρουν να συνεφέρουν στοιχειωδώς αυτό το Baby Grand αλλά και της οργανώτριας Vera Brandes να πείσει τον μεγάλο μουσικό να εμφανιστεί – είναι μαγική. Μουσική που αγγίζει την ψυχή και έχει καταστήσει το The Koln Concert ίσως το κορυφαίο από τα (αμέτρητα) αριστουργήματα της μουσικής ιδιοφυίας του Keith Jarrett  αλλά και το πλέον πολυπουλημένο solo πιάνο άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής!

To Chateau Musar είναι και αυτό ταλαιπωρημένο. Και μάλιστα σε ασύγκριτα σκληρότερο επίπεδο σε σχέση με τα  παραπάνω. Εβρισκόμενο στην κοιλάδα Bekaa έχει νιώσει στο πετσί του όλη την ταραχώδη σύγχρονη ιστορία του Λιβάνου, με τον ιδρυτή του Serge Hockar να έχει γλυτώσει από θαύμα μετά  από τον βομβαρδισμό του γειτονικού στο γραφείο του  κτιρίου στην Βυρηττό· αλλά και το κτήμα να μην έχει παράξει δύο φορές κρασί αφού την μία τα μπλόκα του στρατού του Ισραήλ εμπόδισαν τα σταφύλια να φτάσουν στο οινοποιείο πριν οξειδωθούν ενώ την άλλη τα άρματα κατέστρεψαν ένα σημαντικό μέρος του αμπελώνα. Όμως και σε αυτή την περίπτωση η μουσική –αυτή τη φορά η οινική- είναι εξίσου μαγική.

 Το Chateau Musar Blanc 2018 είναι ένα blend των αρχαίων ποικιλιών Obaideh και Merwah που καλλιεργούνται στα 1400μέτρα. Οι αποδόσεις κυμαίνονται στα απίστευτα 10-20hl/ha ενώ το κρασί παραμένει σε βαρέλι για 9 μήνες, με την κυκλοφορία του να έρχεται 7(!) χρόνια μετά τον τρύγο. Έτσι το 2018 αναμένεται να κυκλοφορήσει συντόμως και να γοητεύσει με το εκρηκτικό, υπέρπυκνο άρωμα κίτρινων φρούτων, βανίλιας, λιβανιού και δέρματος. Όσοι θέλουν φρεσκάδα ας στραφούν αλλού μιας και αυτό το μεγάλο λευκό προσφέρει ένα προφίλ που βρίσκεται εγγύτερα σε ένα Νυχτέρι, με το flavor καρπών και ζαχαρωμένου ανανά να μένει για πάντα στο μυαλό συνεπικουρούμενο και από την εκπληκτική οξύτητα.

Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από τον “εύκολο δρόμο”, η πεποίθηση ότι όλα τα σπουδαία πράγματα μπορούν να προκύψουν μόνο μέσα από μεγάλους αγώνες συνήθως αντιμετωπίζεται με ένα ειρωνικό μειδίαμα. Υποθέτω και με ένα ποτήρι Μαλαγουζιά  και την Taylor Shift στο streaming…


This vinyl is perhaps in worst shape than even the Bosendorfer used by the Cologne Opera for rehearsals and which by mistake(!) was set up for Keith Jarrett’s concert on January 24, 1975. So this precious gift from my friend Alexis Damigos reacts with a niggle to even the gentlest touch of the diamond stylus of my excellent turntable. But the music that emerges from this «struggle» – a struggle that includes the overnight effort of the technicians to made this Baby Grand sounding decent as well as that of the organizer Vera Brandes to convince the great musician to appear – is magical! Music that touches the soul and has made The Koln Concert the most memorable (among countless others) masterpiece of Keith Jarrett’s musical genius and the best-selling solo piano album in music history!
Chateau Musar has also suffered, actually at an incomparably harder level. Located in the Bekaa Valley, it has experienced all of Lebanon’s tumultuous modern history, with its founder Serge Hockar miraculously surviving from the bombing of the adjacent to his office building in Beirut. In addition, country’s iconic winery has missed two vintages, the first because the roadblocks of the Israeli army prevented the grapes from reaching the winery before they oxidized and the second because the tanks destroyed a significant part of the vineyard. But in this case too, the music – this time the wine music – is just as magical.
Chateau Musar Blanc 2018 is a blend of the ancient varieties Obaideh and Merwah grown at 1400 meters. Yields are incredibly low (10-20hl/ha) while the wine remains in barrel for 9 months, with its release coming 7(!) years after the harvest. So in 2018 it is expected to be released shortly and to seduce with its explosive, concentrated nose of yellow fruits, vanilla, incense and leather. Those looking for pleasing fruitiness should look elsewhere, as this great white offers a profile closer to a Nychteri, with fruit and candied pineapple flavors lingering in the mind, aided by amazing acidity.
In an era characterized by the «easy way» of doing things, the belief that greatness can only come about through struggling and suffeing is usually met with a sneer. And I suppose with a glass of Malagouzia and Taylor Shift on streaming…

Miramar : Μια Γουατεμάλα διαφορετική…/ Miramar, a Guatemala out of the ordinary…

For English text scroll down…

Βαθμολογία: Εσπρέσο  * * *  / Φίλτρο * * *

Η οικογένεια Bressani δουλεύει την γη της στο ηφαιστειογενές Atitlan της κεντρικής Γουατεμάλα με χίλιους δύο τρόπους. Παράγει εξωτικά φρούτα, μπαμπού, μέλι ακόμα και τυρί τύπου Gouda από τις αγελάδες της! Όμως πάνω από όλα καλλιεργεί εδώ και έναν αιώνα καφέ στην φάρμα της Finca San Geronimo.

O Miramar είναι μια από τις προτάσεις της και προέρχεται κυρίως από Catuai αλλά και Bourbon, δύο από τις δεκάδες ποικιλίες που έχει φυτεμένες στο φυτώριό της. Για την περίσταση έχει επιλέξει καρπό από πολύ διαφορετικά υψόμετρα (1000-1700μ!) και τον έχει επεξεργαστεί με την Washed μέθοδο.

Ο Miramar είναι ιδιαίτερα πυκνός καφές όμως το καβούρντισμα είναι λίγο υπερβολικό με αποτέλεσμα τα αρώματα καμένης ζάχαρης και πικρής σοκολάτας να κυριαρχούν. Ανάλογες είναι και οι επιπτώσεις στο στόμα το οποίο διαθέτει πλούσιο σώμα, χαμηλή οξύτητα και λίγη πίκρα στο τελείωμα. Αρκετά διαφορετικός επομένως αυτός ο καφές σε σχέση με την τυπικότητα στην οποία μας έχει συνηθίσει η κεντροαμερικάνικη χώρα που συνήθως ξεχωρίζει για το μέτριο σώμα, τις νότες σέλερι και την ισορροπημένη απαλότητά της.

Η μέθοδος  Osmotic Flow στο Vario V60 πάντα καταφέρνει να μετριάζει την πικρή αίσθηση που υπερβολικού ψησίματος,  κάτι που πράττει και εδώ, φέρνοντας μάλιστα στο φλιτζάνι μια ωραία φυτικότητα μαζί με νουαζέτα.

Οι φανατικοί πιουρίστες ίσως πρέπει να κοιτάξουν αλλού, οι φίλοι όμως των παρασκευών με κρέμα θα εκτιμήσουν την πυκνότητα και την δύναμη του Miramar, ιδιαίτερα μάλιστα από την στιγμή που αυτές οι αρετές προσφέρονται και σε μια ιδιαίτερα προσιτή –για επίπεδα specialty- τιμή.

Ο Miramar είναι μια δημιουργία της Sapid Coffee (210 5022885). Ενδ.τιμή 8,50€/ 250gr (34€/kg). 


Score: Espresso * * *  / Brew  * * *

The Bressani family works their land in the volcanic Atitlan of central Guatemala in a thousand and two ways. It produces exotic fruits, bamboo, honey and even Gouda cheese from her cows! But above all it has been growing coffee for over a century at the Finca San Geronimo farm.

Miramar is one of its proposals and comes mainly from Catuai with a dash of  Bourbon, two of the dozens of varieties she has planted in her nursery. For the occasion it has chosen fruit from very different altitudes (1000-1700m!) and processed it with the Washed method.

Miramar is a particularly dense coffee but the roasting is a bit excessive, resulting in the domination of burnt sugar and bitter chocolate aromas. Similar are the effects on the mouth which has rich body, low acidity and bitterness in the finish. Quite different therefore is this coffee compared to the typicity of the Central American country that involving  moderate body, celery notes and balanced smoothness.

The Osmotic Flow method in the Vario V60 always succeeds in mitigating the bitter feeling of over-roasting, which it does here as well, bringing a nice herbaceousness  to the cup along with noisette.

Fanatical purists may have to look elsewhere, but lovers of crema-based preparations will appreciate the density and strength of Miramar, especially since these virtues are offered at a very affordable – for specialty levels – price.

MIramar is a creation of Sapid Coffee (210 5022885). Est. price 8,50€/ 250gr (34€/kg). 

Χρονικό Οινοκριτικής #60: Αχαιών Οινοποιητική, Laura Nera 2022 / Wine Critic Chronicle #60: Achaion Winery, Laura Nera 2022

For English text scroll down…

Βαθμολογία: * * *  

Η Μαυροδάφνη έχει αναδειχθεί ως μια από τις πιο σπουδαίες ελληνικές ποικιλίες και παρόλο που δεν έχει (αδίκως) κάποια δική της ΠΟΠ πέραν των γλυκών, διαπρέπει στις ξηρές οινοποιήσεις.

Φυσικά και ως μια πληθωρική και “σκοτεινή” αρωματικά ποικιλία αγαπά το βαρέλι, ωστόσο προσφέρει και απίθανες cuvee δεξαμενής, με το Laura Nera να είναι ίσως η πλέον εμβληματική εξ αυτών.

¨Έχοντας σαν πηγή την ζώνη μεσαίου υψομέτρου (450μ) των πλάγιων της Αιγιάλειας η Μαυροδάφνη αυτή διαθέτει ένα ανοιχτό, πορφυρό χρώμα και μια μύτη που σιγά -σιγά αποκαλύπτει μαύρο μούρο, δαμάσκηνο, μαύρο σταφύλι, σταφίδα και λίγες βοτανικές νότες.

Το στόμα έρχεται σαν αρμονική συνέχεια και χαρακτηρίζεται ως μέτριο σε σώμα, ενώ η αίσθηση του είναι βουτυράτη. Τα αρώματα της μύτης επαναλαμβάνονται στο flavor ενώ οξύτητα, γλύκα και τανίνες βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία. Επιπρόσθετα το Laura Nera εκμεταλλεύεται το χάρισμα της ποικιλίας να προσφέρει δύναμη και καλή δομή ακόμα και σε συνθήκες χαμηλού αλκοόλ, οπότε το αποτέλεσμα είναι και αέρινο.

Μια κλειστή τουλίπα με μέτριο όγκο όπως το Stolzle Exquisit White 42cl  και οι 13-15οC θα προσφέρουν την καλύτερη αρμονία, ενώ το μοσχαρίσιο συκώτι, το κοκκινιστό κοτόπουλο, οι μπάμιες αλλά και οι πίτσες το καλύτερο pairing.

Το 2022 είναι μια εξαιρετική χρονιά για το Laura Nera, γεγονός που καθιστά την σχέση ποιότητας/τιμής του –το κρασί κοστίζει 10€ στο ράφι!- ακόμα πιο απίστευτη. Μια πανέμορφη Μαυροδάφνη που με σχεδόν καθημερινή τιμή χαρίζει μια σχεδόν εορταστική πολυπλοκότητα!


Score: * * *  

Mavrodaphne  has emerged as one of the most important Greek varieties and although it does not (unfairly) have any PDO of its own beyond those for sweets, it excels in dry vinifications.

Of course, as an exuberant and «dark» aromatic variety it loves the barrel-ageing, but offers incredible inox-cuvees as well, with Laura Nera being perhaps the most iconic of them.

Sourcing from the medium altitude  zone (450m) of Aigialeia slopes, this Mavrodaphne  has a light, purple color and a nose that slowly reveals black berry, plum, black grape, raisin and a few botanical notes.

The mouth comes as a harmonious continuation and is characterized as medium in body and buttery on the sensation. The aromas of the nose are repeated in the flavor, while acidity, sweetness and tannins are in absolute balance. In addition, Laura Nera takes advantage of the variety’s virtue to offer strength and good structure even in low alcohol levels, so the result is airy and delicate too.

A medium size tulip-shaped glass like Stolzle Exquisite White 42cl and 13-15oC will offer the best harmony, while a beef liver, a braised chicken, an okra dish with tomato and even a plain pizza the best pairings.

2022 is proved a generous vintage to Laura Nera which makes its value for money (the wine costs €10 on the shelf!)  even more amazing. A beautiful Mavrodaphne that at an almost every day price gives an almost festive complexity!

Benriach, ο αιρετικός του Speyside!/ Benriach, the heretic of Speyside!

For English text scroll down…

Όταν ο John Duff αποφάσισε να χτίσει το αποστακτήριο του σε ένα μικρό λόφο (Ben) που βρισκόταν στο πλάι μιας φάρμας (Riach) δεν θα φανταζόταν ότι θα έφερνε την αναρχία στο γαλήνιο Speyside. Ούτε βεβαία ότι μετά από μόλις 2 χρόνια –και για τα επόμενα 65!- το Benriach θα έκλεινε αλλά θα κατάφερνε να επιβιώσει βυνοποιώντας κριθάρι για άλλα αποστακτήρια ουίσκι της περιοχής!

Το 1965 όχι μόνο τέθηκε ξανά σε λειτουργία αλλά έσπασε και τα κοντέρ του αιρετικού, αφού τόλμησε να προσφέρει τυρφώδη αποστάγματα νησιώτικου στυλ σε μια περιοχή που τα unpeated whisky δεν είναι απλώς κανόνας αλλά …θρησκεία. Επιπρόσθετα συνέχισε να …προκαλεί προσφέροντας και κάποιες ετικέτες όχι 2πλης αλλά 3πλης απόσταξης, την ίδια στιγμή που οι αποθήκες του είναι γεμάτες με κάθε είδους βαρέλι πλην των “ορθόδοξων” Bourbon και Sherry, όπως ρουμιού από την Τζαμάικα, Ρort από το Douro, κόκκινου κρασιού από την Γαλλία και Marsala από την Σικελία!

Όλα τα παραπάνω όχι μόνο κέντρισαν το ενδιαφέρον των ειδικών του Malt αλλά και το 2015 οδήγησαν το Benriach στην ανακήρυξη του ως Global Distillery of the Year από το Whisky Magazine.

Ως εκ τούτου με μεγάλη ανυπομονησία ξεκίνησα την δοκιμή από το βασικό Benriach Original Ten ( * * * ½ ) των 43βαθμών και των 3 ξύλων (Bourbon, Sherry και Virgin Oak). To δεύτερο είναι που με την μελένια γλύκα και την “χάλκινη” υπογραφή του κάνει λίγο πιο εμφανή την παρουσία του, σε ένα κατά τα άλλα ισορροπημένο πλην δυνατό σύνολο στο οποίο πρωταγωνιστούν τα άγουρα κίτρινα φρούτα.

To The 12 ( * * * * ) κάνει τράμπα τον τρίτο τύπο ξύλου με βαρέλια από Port και πουσάρει περαιτέρω το αλκοόλ στο 46%! Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ξηροκαρπάτο, με τον χαρακτήρα του Sherry να τονίζεται ακόμα περισσότερο. Ιδιαίτερα πληθωρικό και επίμονο στο flavor της ξανθής σταφίδας, εκμεταλεύεται τα δύο επιπλέον χρόνια παλαίωσης μόνο για καλό.

Τρία ξύλα έχουμε και στο The Smoky Twelve ( * * * ½ ), με την τουλάχιστον 12χρονη παλαίωση να λαμβάνει χώρα και σε βαρέλια Marlasa. Όμως το σημαντικότερο στοιχείο διαφοροποίησης είναι η χρήση και στρεγνωμένου με τύρφη κριθαριού, γεγονός που γεμίζει –όπως προετοιμάζει το όνομα- το ποτήρι με καπνό. Η αίσθηση είναι τόσο έντονη που σχεδόν φθάνει στα άκρα του Laphroaig, έστω και αν λείπει η αλμύρα του τελευταίου. Το 12αρι αυτό όμως ρεφάρει με φοβερή δύναμη και μάκρος που του προσδίδουν οι 46βαθμοί, στοιχείο που σίγουρα θα ενθουσιάσει τους λάτρεις των τερματισμένων εντάσεων!

Πολυτάραχη η ιστορία του, αιρετικές οι επιλογές του, ξεχωριστές οι προτάσεις του. Το μόνο σίγουρο ότι το Benriach δεν θα σε αφήσει ποτέ να βαρεθείς!

Τα Malt Whisky του Benriach είναι διαθέσιμα από τα καταστήματα Cellier.


When John Duff decided to build his distillery on a small hill (Ben) on the side of a farm (Riach) he could not have imagined that it would not only bring anarchy to peaceful Speyside but also that it would closed after just 2 years!  A “lock down” that lasted 65 years more but not resulted in a catastrophe, as Benriach managed to survive by malting barley for other whiskey distilleries in the area!

In 1965 it not only re-opened but after a couple of years dared to offer peaty, island-style spirits in a region where unpeated whiskey is not just the norm but a …religion. In addition, he continued to provoke by offering some triple distillation spirits as opposed to common double, while at the same time its warehouses are full of every type of barrel imaginable, beside the «orthodox» Bourbon and Sherry, such as Rum barrels from Jamaica, Port from the Douro, red wine from France and Marsala from Sicily!

All of the above not only piqued the interest of Malt experts but also in 2015 led Benriach to be named Global Distillery of the Year by Whiskey Magazine.

Therefore with great anticipation I started the 3 – labels testing from Benriach’s classic Original Ten ( * * * ½ ), a single malt with 43 degrees of alcohol and 3 woods (Bourbon, Sherry and Virgin Oak). The second is that with its honeyed sweetness and «copper» signature dominates the nose, in an otherwise balanced but strong presentation in which unripe yellow fruits are the protagonists.

The Twelve ( * * * * ) follows the same 3 wood recipe –substitute the Virgin Oak with Port barrels – but pushes the alcohol further to 46%! The result is particularly nutty, with the character of the Sherry been emphasized even more. Overly exuberant and persistent in the sultana raisin flavor, it takes advantage of the two extra years of aging for good.

We have three type of woods in The Smoky Twelve ( * * * ½ ) too, but this time is the partnership of Marsala barrels with Bourbon and Sherry that takes care of the 12 years of minimum aging. However, the most important element of differentiation is the use of peated malt, which fills – as the name suggests – the glass with smoky aroma. The sensation is so intense that it almost reaches the extremes of Laphroaig, even if the saltiness of the latter is lacking. However, this 12-year-old counterbalances the one-dimensional character  with tremendous power and length,  an aspect of the whisky that will surely delight lovers of over the top boldness!

Its history is turbulent, its choices heretical, its proposals unique. The only thing for sure is that Benriach will not let you get bored!

The Benriach Whiskies are available from Cellier liquor stores.

Peru Yambrasbamba , γιατί μόνο εσπρέσο; / Peru Yambrasbamba, why only espresso?

For English text scroll down…

Βαθμολογία: Espresso * * * ½   Brew * * * *

Αν και το Peru δεν μπορεί να συναγωνιστεί σε επιδόσεις και status καφέδες άλλων χωρών της νότιας Αμερικής –με πρώτη και καλύτερη την Κολομβία- εν τούτοις προσφέρει ολοένα και καλύτερους καφέδες, οι οποίοι διαθέτουν και ξεχωριστό χαρακτήρα και ιδιαίτερα προσιτές  τιμές.

Επιβεβαίωση των παραπάνω αποτελεί και ο Yambrasbamba, ένας washed καφές από την ομώνυμη περιοχή της επαρχίας Bongara που βρίσκεται στο βορειότερο τμήμα της μακρόστενης χώρας. Πρόκειται για ένα blend τω ποικιλιών Typica και Bourbon που καλλιεργούνται σε υψόμετρο 1700μέτρων, εντός του προστατευόμενου δάσους Alto Mayo.

Οι καφέδες του Περού –τουλάχιστον όσοι εγώ έχω δοκιμάσει- χαρακτηρίζονται από μια αίσθηση στεγνού χώματος, ένα ελαφρύ σώμα και μια υψηλότατη οξύτητα, με τον Yambarsbamba να μην  αποκλίνει ιδιαίτερα από αυτήν την τυπικότητα. Ίσως τα μόνα που κανείς θα μπορούσε να προσθέσει είναι μια χορτώδη διάσταση στην μύτη και νότες μανταρινιού και φρούτων του πάθους στο αρκετά μακρύ  flavor. Πάντως όσοι παρασκευάζουν espresso στο σπίτι θα πρέπει να είναι έτοιμοι για …ταλαιπωρία μιας ο καφές παρουσιάστηκε ιδιαίτερα αμείλικτος στις ποσότητες, τις θερμοκρασίες και το κόψιμο, με την βαθμολογία να αντικατοπτρίζει τα καλύτερα αποτελέσματα και όχι το μέσο όρο στο φλιτζάνι.

Συνήθως δεν διαφωνώ με την Taf, αλλά εδώ δεν μπορώ να καταλάβω την πρότασή της αποκλειστικά για παρασκευή espresso, την στιγμή μάλιστα που ο Yambrasbamba αποδείχθηκε απίθανος στο brew. Ιδιαίτερα η μέθοδος του Tetsu Kasuya στο Hario V60 προσέδωσε έναν εξωτισμό στο στόμα αλλά και μια υπέροχη επίγευση σοκολάτας γάλακτος, χαρίζοντας ένα απαλό αιθέριο πλην επίμονο σύνολο.

Προφανώς όσοι αρέσκονται στους πληθωρικούς, γλυκόπιοτους καφέδες θα πρέπει να κοιτάξουν αλλού, όμως όλοι οι υπόλοιποι φίλοι του καφέ –και ιδιαίτερα του φίλτρου- θα βρουν στο πρόσωπο της Περουβιανής αυτής πρότασης ξεχωριστό χαρακτήρα αλλά και απίθανη σχέση ποιότητας τιμής.

Ο Yambrasbamba  είναι μια δημιουργία της Taf, 210 6218172, ενδ. τιμή: 8,5€/250gr, 34€/kg.


Score: Espresso * * *½   Brew * * * * 

Although Peru cannot compete, in terms of performance and status, other South American countries – for example Colombia – it nevertheless offers increasingly better coffees, which have a distinct character and particularly affordable prices.

Confirmation of the above is Yambrasbamba, a washed coffee from the homonymous area in the province of Bongara located in the northernmost part of the long narrow country. It is a blend of Typica and Bourbon varieties grown at an altitude of 1700 meters, within the protected Alto Mayo forest.

Peruvian coffees – at least the ones I’ve tasted – are characterized by a dry earthy feel, light body and high acidity, with Yambrasbamba not deviating much from this typicity. Perhaps the only things one could add are a vegetal dimension on the nose and notes of tangerine and passion fruit on the rather long flavor. However, those who prepare espresso at home should be prepared for …suffering as the coffee was shown to be particularly relentless in dose, water temperature and grinding, with the score reflecting the best results and not the average performance in the cup.

I usually don’t disagree with Taf, but here I can’t understand the solely recommendation for espresso usage, especially as Yambrasbamba is incredible in brewing! Tetsu Kasuya’s method in the Hario V60 in particular enhanced exoticism on the palate and imparts a lovely milk chocolate aftertaste, resulting in a round, ethereal but very persistent cup.

Obviously, those who like full bodied, sweet tasting coffees should look elsewhere, but all other coffee lovers – and especially brew aficionados – will find in the face of this Peruvian proposal special character and incredible value for money.

Yambrasbamba is a Taf creation, 210 6218172, price: 8,5€/250gr, 34€/kg.

Γαία Οινοποητική: 0,1,1,2,3,5,8,13,21,Optimus!/ Gaia Winery: 0,1,1,2,3,5,8,13,21,Optimus!

image: Popi Wallick

For English text scroll down…

30 χρόνια γιορτάζει φέτος η Γαία, η οινοποιία των Γιάννη Παρασκευόπουλου και Λέοντα Καράτσαλου η οποία ευθύνεται για όλες –εντάξει, για σχεδόν όλες!- τις μεγάλες εγχώριες επαναστάσεις που έλαβαν χώρα έκτοτε.

Αυτή η γιορτή αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την κυκλοφορία ενός ακόμα επαναστατικού κρασιού, που αποτελεί τον προάγγελο της επόμενης εποχής για το Αγιωργίτικο και την σημαντική οινοπαραγωγική περιοχή της Νεμέας.

Το Optimus 2021 εν πρώτοις φαίνεται σαν ένα ακόμα premium κρασί, όμως από πίσω του κρύβει έναν 20χρονο αγώνα κλωνικής επιλογής που με πρωτεργάτη τον φυτωριούχο Κώστα Μπακασιέτα σαν αποτέλεσμα είχε την εύρεση των πλέον ενδιαφερόντων κλώνων του Αγιωργίτικου, την επιλογή των καλυτέρων εξ αυτών τον καθαρισμό τους από ασθένειες  και τον πολλαπλασιασμό τους ώστε να είναι διαθέσιμοι στους αμπελουργούς.

Ο πρώτος διαθέσιμος εξ αυτών ακούει στο σχεδόν …φοβιστικό όνομα 001VNB και αποτελεί την βάση για το Optimus, μιας και η Γαία υπήρξε από την αρχή υποστηρικτής και συνεργάτης σε αυτήν την προσπάθεια.

Προφανώς το ερυθρό αυτό αποτελεί μια single vineyard cuvee βασισμένη σε αμπέλια που υποθέτω ότι δεν είναι και μεγάλα σε ηλικία, έστω και η σύντομη επίγευση που συνήθως χαρακτηρίζει τα young vines κρασιά διόλου δεν είναι παρούσα εδώ! Ίσως σε αυτό συνεισφέρει και η γενναιόδωρη τζούρα από το βαθύχρωμο, ηδονιστικό και τρομερά στιβαρό Βερτζαμί που συμπληρώνει το blend.

To Optimus 2021 ( * * * ½  ) δανείζεται στοιχεία και από τα δύο τόσο στην μύτη όσο και στο στόμα. Τα χαρακτηριστικά αρώματα αποξηραμένου εστραγκόν –το νο1 τυπικό άρωμα της ποικιλίας κατά την γνώμη μου!- και την οξύτητα από το Αγιωργίτικο αλλά και τα βαριά ανθώδη αρώματα ιβίσκου καθώς και τις άφθονες τανίνες από το Βερτζαμί. Προσθέσετε εδώ το σχεδόν Χιλιάνικο flavor κασσίς αλλά και τον απίθανο τρόπο διαχείρισης του βαρελιού στον οποίο η Γαία μας έχει συνηθίσει –έστω και αν αυτό μοιραία παρουσιάζεται ακόμα αχώνευτο- και βρίσκεστε μπροστά σε ένα κρασί που χωρίς δυσκολία θα μπορούσε να είναι το τέλος και όχι η αρχή του δρόμου!

Διακοσμημένη με την ακολουθία Φιμπονάτσι –σύμφωνα με την οποία κάθε επόμενος αριθμός είναι το άθροισμα των 2 προηγουμένων- είναι η ετικέτα του Optimus. Η Γαία είχε στο μυαλό της τον Χρυσό Κανόνα και την αρμονία με την οποία είναι συνδεδεμένη, όμως προσωπικά θα ερμήνευα αυτή η ακολουθία ως μια αποτύπωση του επόμενου (ρηξικέλευθου) βήματος της που πατά πάνω στην εμπειρία αλλά και την παράδοση των προηγούμενων!


Gaia, the winery of Yiannis Paraskevopoulos and Leon Karatsalos which is responsible for all – ok, almost all! – of the great domestic revolutions that have taken place during the last 30years, celebrates its (you guess it!) 30th anniversary.

This celebration was a first-class opportunity for the release of another revolutionary wine, which is the harbinger of the next era for Agiorgitiko and the important wine-producing region of Nemea.

At first glance Optimus 2021 looks just like another premium wine, but behind it hides a 20-year struggle-clonal selection led by nurseryman Costas Bakasietas, which resulted in finding the most interesting clones of Agiorgitiko, selecting the best of them, free them from diseases and multiply them in order to make them available to winegrowers.

The first available of these clones goes by the almost…scary name 001VNB and is the basis for Optimus, since Gaia has been a supporter and partner in this effort from the beginning.

Obviously this red is a single vineyard cuvee based on vines that I guess are not very old, despite the fact that the short aftertaste that usually characterizes the “young vines” wines is not present here at all! Perhaps this is also contributed by the generous pinch from the deep-colored, hedonistic and tremendously robust Vertzami that has been used in the blend.

Optimus 2021 ( * * * ½ ) borrows elements from both of them on the nose and palate. The characteristic aromas of dried tarragon – the #1 typical aroma of the variety in my opinion! – and the acidity from Agiorgitiko but also the heavy floral aromas of hibiscus as well as the abundant tannins from Vertzami. Add here the almost …Chilean cassis flavor and the exemplary  way of oak management to which Gaia has accustomed us – even if at this stage the wood is inevitably disintegrated- and you are in front of a wine that without difficulty could be the end rather the beginning of the road!

Decorated with the Fibonacci sequence – according to which each subsequent number is the sum of the previous 2 – is Optimus’ label. Gaia had in mind the Golden Rule and the harmony with which it is connected, but personally I would interpret this sequence as an imprint of the winery’s every (groundbreaking) step that is based on the experience and the tradition of the previous ones!

Simul, η σαφήνεια της ασάφειας…/ Simul, the clarity of ambiguity…

Photo:Popi Wallick

For English text scroll down…

Η φινέτσα, η ελαφράδα και η σαφήνεια των γεύσεων είναι ανάθεμα για την συντριπτική πλειοψηφία των εγχώριων foodie, παρόλο το γεγονός ότι η τελευταία –αλλά ως ένα βαθμό και οι δύο πρώτες- αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής γαστρονομικής αυθεντικότητας. Συνεπώς όταν ακούς διθυραμβικά σχόλια για ένα εστιατόριο ξέρεις (σχεδόν) με βεβαιότητα ότι θα βρεθείς μπροστά σε μια κουζίνα που εκτός από κάποιες αδιαμφισβήτητες αρετές θα χαρακτηρίζεται από πληθωρική νοστιμιά, γευστικό βάρος και απροσδιόριστο flavor.

Και ακριβώς αυτήν την κατάσταση βρίσκει κανείς στο πολυδιαφημισμένο και πολυπαινεμένο Simul του σεφ Νίκου Θωμά. Βγαλμένο και αυτό μέσα από την Master Chef μηχανή  της επιτυχίας, προσφέρει ένα σωστό σε έκταση και ελκυστικό σε ανάγνωση μενού που αν και δεν έχει κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση σε “ψήνει” να το γευτείς.

Επίσης “ψήνει” καλά και χωρίς εισαγωγικά, αφού όλα τα κυρίως υλικά των πιάτων ήταν σωστότατα στους χρόνους, αρκούντως ζουμερά αλλά και πειστικότατα στην επαφή με το στόμα. Τρυφερά, μελωμένα η τραγανά  όταν και όσο έπρεπε έθεταν τις βάσεις της επιτυχίας, μια επιτυχία που φαντάζομαι ότι έχει έρθει γενικώς. Δεν κατάφερε όμως να έρθει ειδικώς, αφού σχεδόν κανένα από τα υπόλοιπα επιμέρους υλικά των πιάτων αλλά ούτε και η φρεσκάδα τους κατάφερνε να “βγει” –και συνεπώς να με κερδίσει- σε άρωμα και flavor. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Caesar’s Καβούρι, το Καλαμάρι Σχάρας και το Καλαρρύτικο Αρνί, με το πρώτο να διαλαλεί πίκλα αγγούρι και παστέλι dashi, το δεύτερο chutney chorizo, vinaigrette από πράσινο πιπέρι και σέσκουλα και το τρίτο πράσο, σέλινο και άγρια χόρτα, υλικά τα οποία δήλωναν απόντα, χαμένα μέσα στο βάρος υπερβολικών σαλτσών και dressing.

Από την άλλη πρέπει κανείς να πιστώσει τις ενδιαφέρουσες υφές που προσέφεραν έξτρα πόντους σώζοντας  πιάτα όπως το αδιάφορο Tartare Μόσχου ή ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο την Ρεβυθάδα, το πιάτο που μάλλον ήταν και το μόνο που θυμόμουνα την μεθεπόμενη μέρα. Από την άλλη βέβαια πρέπει κανείς να χρεώσει την υφή των επιδορπίων, τα οποία κατέρρεαν σε χρόνο dt δημιουργώντας γλυκές σούπες στα πιάτα…

Photo:Popi Wallick

Προφανώς και θα ήμουν το τελευταίο άτομο που θα ανυπομονούσα να ξαναπάω στο Simul, ωστόσο δεν θα αποθάρρυνα όποιον θα ήθελε να το επισκεφτεί έστω και αν στις αδυναμίες του προσέθετα την μέτρια σχέση ποιότητας- τιμής. Και όσο και αν ακούγεται οξύμωρο θα ήθελα να βρίσκομαι δίπλα του και να τρώω το ίδιο πιάτο για να συζητώ περί της σαφήνειας της ασάφειας…

Simul, Υψηλάντου 63, Κολωνάκι, Αθήνα, τηλ. 2107224737.


Refinement, lightness and clarity of flavors are anathema to the vast majority of domestic foodies, despite the fact that the latter – but to a certain extent the first two as well- is the cornerstone of Greek culinary authenticity. Therefore, when you hear rave reviews about a restaurant, you know with (almost) certainty that you will find yourself in front of a kitchen that, apart from some undeniable virtues, will be characterized by voluptuousness, heaviness, and undefined flavor.

And exactly this situation is found in the much-publicized and praised Simul of chef Nikos Thomas. Been born from the Master Chef’s success-machine, it offers a concise and attractive menu which, although it does not have a specific direction, «teases» you to taste it.

Photo:Popi Wallick

The first impression of the dishes is that their main ingredients are perfectly cooked, hence sufficiently juicy but also very convincing in texture. Tender, mellow or crunchy when and as much as needed laid the foundations for a widely accepted recognition. However, I cannot embrace this judgment, since almost none of the other individual ingredients of the dishes and not even their freshness managed to «come out» – and therefore win me over – in terms of aroma and flavor. Typical examples are Caesar’s Crab, Grilled Squid and Kalarritiko Lamb, with the first claiming pickled cucumber and dashi pasteli, the second chorizo chutney, chard and green pepper vinaigrette and the third leek, celery and wild greens, ingredients that are disappeared under   the weight of heavy sauces and dressings.

On the other hand, one has to credit the interesting textures that offer extra points, saving dishes like the bland Veal Tartare or elevating even more the Chickpea, the dish that was probably the only one I was remembering the next day. On the other hand, one has to charge the texture of the desserts, which collapsed in dt time creating sweet soups on the plates…

I’d obviously be the last person to look forward to going to Simul again, but I wouldn’t discourage anyone from visiting this hot spot, even if I add the mediocre value for money to its weaknesses. And as much as it sounds like an oxymoron, I’d like to sit next to him/her and eat the same dish to discuss the clarity of ambiguity…

Simul, 63 Ipsilantou Str, Kolonaki, Athens, 2107224737.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑